βουτσίνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτσίνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτσίνι τό, ἀμάρτ. βυδίι Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτσῖνα.
Σημασιολογία
Μικρὰ βουτσῖνα, ὃ ἰδ. : Αἴνιγμ. Χιλιˬοτρύπητο βυδίνι | παίρνει τὸ νερὸ τὸ δίνει (ὁ σπόγγος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA