βούτσινο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούτσινο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βούτσινο τό, Στερελλ. (Μεσσολόγγ.) -ΠΓεννάδ. 696 ΘΛυκιαρδοπ. Ζιζάν. 9-Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν νάρκισσος ὁ κυπελλοφόρος (narcissus cypellyferus). Συνών. γκρίζο, ζαμπάκι, ἴτσιˬο, μανουσάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/