ἀνανόητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνανόητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνανόητος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μαν)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνανοητὸς<ἀνανοῶ τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ ἀ- στερητ. 2 α Πβ. καὶ μεταγν. ἀνεννόητος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ αἰσθανόμενος τίποτε, ἀναίσθητος : Ἐπῆγα τὸ βράδυ ᾿ς τὸ σπίτι μου μεθυσμένος καὶ ἔπεσα ἀνανόητος Λακων. Ὁ ἄρρωστος ἤτανε ἀνανόητος Μάν. Ἔμεινε-ἔπεσε ἀνανόητος αὐτόθ, Συνών. ἀγροίκητος Β2, ἀδιˬάνο͜ιωτος, ἀλάλητος Β3, ἀνόητος, ἄνο͜ιωστος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA