βουτσουδιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτσουδιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουτσουδιˬὰ ἡ, βουτσουβιˬὰ Χίος -Λεξ. Βλαστ. 300 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτσούδι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιά. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ δ εἰς β ἰδ. HPernot Phonét. des parlers de Chio 315.

Σημασιολογία

1) Πίθος συνήθως μέγας ἢ ἄλλο κυλινδρικὸν ἀγγεῖον πρὸς ὑποδοχὴν οἴνου ἢ ἐλαίου Χίος -Λεξ. Βλαστ. 300 Δημητρ. Συνών. *βουτσουδίδα. 2) Κάλαθος οἰκιακός, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐναποθέτουν αἱ οἰκοδέσποιναι τραγήματα, οἷον σῦκα, ἀμύγδαλα καρύδια κττ. Χίος -Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/