Ἀνανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀνανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀνανὸς ὁ, Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Θηλ. Ἀνανοῦ Πελοπν.(Κυνουρ.) Ἀνανίχα Κέρκ.(᾿Αργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Αγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Ὄνομα κύριον ἀπαντῶν εἰς ἐπῳδὰς ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανανός καί ᾿Ανανίχα | τριˬὰ παιδιˬὰ ἐκάμαν κ᾿ εἶχα τὴ Λάλα καὶ τὸ Σκαθαρό | καὶ τὴν κακὴ ᾽Ακρίθα ’Αργυρᾶδ. Ἀνανός ψυχομαχάει, | ᾿Ανανοῦ τὸν ἐρωτάει, Ἀνανέ μου, σὺ πεθαίνεις, | τὰ παιδιˬά σου ποῦ τ’ ἀφίνεις; Κυνουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/