ἀνανούριστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνανούριστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνανούριστα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ. ἀνανάριστα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνανούριστος.
Σημασιολογία
Ἄνευ βαυκαλήματος, χωρὶς νανούρισμα ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Κοιμᾶται ἀνανάριστα (ὕπνον βαθὺν) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA