βουτσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουτσώνω (ΙΙ) Πόντ. (Κοτύωρ)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς πεποιημένης λέξεως βούτς.
Σημασιολογία
Βουτσίζω, ὃ ἰδ. : Ἀπέσ᾽ ᾽ς σὰ σκατὰ βουτσωμένος ἔρθεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA