γέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέρι τό, Πόντ. (Τραπ.) - Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γερὶν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γερὶ Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Πόντ. (’Ινέπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yer = τόπος, γῆ, θέσις.
Σημασιολογία
1) Ἡ θέσις, τὸ μέρος Πόντ. (Τραπ.): Μὴ λαταρίῃς ἀς ’σὸ γέρι σ’ (= μὴ κινηθῇς ἀπὸ τὴν θέσιν σου) 2) Διαμέρισμα μάνδρας, ὅπου μένουν τὰ μικρὰ ζῷα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) β) Θύρα φράκτου αὐτόθι. 3) Παρὰ τοῖς ναυτικοῖς, τόπος ἀλίμενος Λεξ. Μ. ᾽Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. 4) Τόπος ὑπήνεμος Ἰων. (Κάτω Παναγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA