ἀνανούριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνανούριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνανούριστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀνανάριστος Κρήτ.-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νανουριστός< νανουρίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ βαυκαλισθείς, ἐπὶ νηπίου ἔνθ’ ἀν.: Κοιμήθηκε τὸ παιδάκι ἀνανούριστο πολλαχ. 2) Παρημελημένος Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA