ἀνανοῦς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνανοῦς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνανοῦς ὁ, Καππ. (Σινασσ.) Κὰρπ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πάρ. Χίος -Λεξ. Κορ. Ἄτ. 4,12 Πόππλετ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνενοῦς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνανοῶ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾴ 22 (1910) 208.

Σημασιολογία

1) Σοβαρὰ σκέψις, βαθεῖα κρίσις ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τέτο͜ια δουλε͜ιὰ θέλει νοῦ κιˬ ἀνανοῦ Λεξ. Δημητρ. Ἐδῶ χρειάζεται νοῦς κιˬ ἀνανοῦς Χίος Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα θέλει νοῦν κιˬ ἀνανοῦν αὐτόθ. Ὁ δεῖνα ἔχει νοῦν κιˬ ἀνανοῦν (ἐπὶ του νουνεχοῦς) Κύπρ. Μεγίστ. Ἔχει νοῦ κιˬ ἀνανοῦ και κόντρα νοῦ (ἐπὶ τοῦ εὐφυέστατον) Λακων. Ἔχει νοῦν κιˬ ἀνανοῦν κιˬ ο κόλος του μάdιˬα (ἐπὶ του πανοῦργον) Καρπ. Νοῦς τιˬ ἀνανοῦς! (οὕτω λέγει μητέρα κινοῦσα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ διὰ τῆς χειρὸς τὴν πλεξίδα τῆς κόρης της εὐχομένη εἰς αὐτὴν νὰ ἔχῃ κατὰ τὸν βίον της πολλὴν φρόνησιν) Κυπρ. Νοῦν ἔχει, ἀνανοῦν ᾿ὲν ἔχει (ἐπὶ τοῦ ἐπιπολαίου) Λιβύσσ. ‖ Γνωμ. Ποῦ νοῦ ἔχει κιˬ ἀνενοῦ δὲν ἔχει, κακὴ ὥρα ΄ς το νοῦ πὄχει (ὅταν εἴναι κανείς ἔξυπνος, ἀλλά δέν κάμνει καθὼς πρέπει τὰς ἐργασίας του ἢ λησμονεῖ) ᾿Απύρανθ. 2) Τὸ ἅλας ποῦ ἐπιπάσσεται εἰς τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος διὰ νὰ ἀποκτήσῃ, καθὼς πιστεύεται, φρόνησιν. (Εὐθὺς ὡς γεννηθῇ τὸ παιδίον, δύο καλοὶ ἄνθρωποι κοπανίζουν ἐντὸς δύο ἰγδίων ἅλας καλοῦντες νοῦν τοῦ ἑνὸς ἰγδίου καὶ ἀνανοῦν τοῦ ἑτέρου. Μὲ τὸν νοῦν καὶ τὸν ἀνανοῦν ἁλατίζουν αὐτὸ) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/