Ἀρετοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀρετοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Ἀρετοῦσα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὄν. κύριον ἐκ τοῦ ὀν. Ἀρετὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα. Πβ. ΣΞανθουδ. ἐν Ἐρωτοκρ. 509.

Σημασιολογία

Ἡ ἡρωὶς τοῦ Κρητικοῦ ἔπους Ἐρωτόκριτος θεωρουμένη ὡς ἰδεώδης τύπος κάλλους καὶ ἐρωτικῆς πίστεως ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἀγαπητικός της Ἐρωτόκριτος. Τὸ ὅν. συνήθως ἀκούεται ἐν τῇ δημοτικῇ ποιήσει, ἐν ᾗ οἱ ἀτυχοῦντες εἰς τὸν ἔρωτα παραβάλλουν τὰ ἴδια πάθη πρὸς τὰ τοῦ Ἐρωτοκρίτου καὶ τῆς ᾿Αρετούσας: Παροιμ. Καὶ ποῦθεν ποῦ Ρωτόκριτος καὶ ποῦθεν ποῦ Ἀρετοῦσα! (πρὸς τὸν ἐκθειάζοντα τὴν ἀνύπαρκτον ὡραιότητα ἢ εὐφυΐαν νέου ἢ νέας) Κεφαλλ. Τά ’μαθες, ᾿Αρετοῦσα μου, τὰ θλιβερὰ μαντᾶτα; (λέγεται συνήθως παιγνιωδῶς ὡς προεξαγγελία ἀπροόπτου τινὸς ἐναντιώματος τὸ ὁποῖον ἐπίκειται νὰ συμβῇ εἰς τὸν ἀκούοντα) Λαογρ. 1,22. || ᾌσμ. Ξένος γιˬὰ σένα κ’ ἔρημος ’ς τὸν κόσμο ἐγυρνοῦσα, καθὼς ὁ ᾿Ερωτόκριτος διὰ τὴν ᾿Αρετοῦσα (Λαογρ. 1 <1909> 23). Τὰ πάθη μου δὲ dά ’παθε μηδὲ ἡ ᾽Αρετοῦσα ποῦ ᾿γάπα τὸ Ρωτόκριτο καὶ τὴν ἐτυραγνοῦσα Θήρ. Τὰ πάθη μου δὲ dά ’παθε μηδὲ᾿ ἡ--Ἀρετοῦσα, ὅdε τὴν εἶχα ’ς τὴ φ’λακὴ καὶ τὴν ἐτυραννοῦσα Κρήτ. Ἄς ἔχω τὴν ὑπομονὴ ὡσὰν τὴν ᾿Αρετοῦσα π᾿ ἀγάπα τὸ Ρωτόκριτο καὶ τὴν ἐτυραννοῦσα ᾽Αθῆν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Σπηλαι͜ὰ τῆς Ἀρετούσας ᾿Αθῆν. Πειρ. Φυλακὴ τῆς ᾿Αρετούσας Ἀθῆν. Παλάτι τῆς ᾿Αρετούσας Κυκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/