ἀναντρειώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναντρειώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναντρειώνω Κάρπ. άνεντρειώνω Κάρπ. Μέσ. ΄νεντρειώνομαι Κῶς
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀντρειώνω.
Σημασιολογία
1) Ἑνεργ. Προκαλῶ τινὰ (οἱονεὶ ἐξεγείρω τὴν ἀνδρείαν τινὸς διὰ τῆς προκλήσεως) Κάρπ. : ᾎσμ. Κ’ ἡ ἀονὴ τῆς λυερῆς τὸν ἥλιˬον ἀνεντρειώνει, ἥλιˬε, ἂν εἶσαι ὡσὰν κ' ἐμὲ γὴ κάλλιˬος ’ποῦ τὰ μένα, προύαλε ᾿ς τὰ περάματα νὰ φέξῃς καὶ νὰ φέξω (ἀονὴ = φωνή, γὴ = ἤ). 2) Μέσ. κάμνω τὸν ἀνδρεῖον, κομπάζω Κῶς. Μετοχ. ΄νεντρειωμένος=κομπαστικός Κῶς: Μοῦ δηγε͜ιέσαι λόγιˬα ΄νεντρειωμένα. Συνών.ἀνακαρώνω(Ι)1 β, ἀνακοκορεύομαι, ἀνακοκορώνομαι, κοκορεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA