βουτυράπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυράπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτυράπι τό, ἀμάρτ. βουτεράπ’ Ποντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτυρο καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄπιον.
Σημασιολογία
Βουτυράπιδο, ὃ ἰδ. 2) Βουτυραπιδεˬά, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA