ἀχαμνὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαμνὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχαμνὸς ἐπίθ. χαμνὸς Θάσ. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) ᾿Ικαρ. Κύπρ. Πόντ. (’Αμισ. Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀχαμνὸς κοιν. ἀχαμινὸς Κορσ. ἀχαμνὲ Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀχαμνός, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. χαῦνος. Ὁ τύπ. χαμνὸς καὶ παρ’ Ἡσυχ. ἐν λ. ἀδευκής. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ συμπλέγματος υν (=βν) εἰς μν πβ. ἐλαύνω-λάμνω, εὔνοστος-ἔμνοστος κττ. Εἰς τὸν τύπ. ἀχαμινὸς ἔγινεν ἀνάπτυξις συνοδίτου φθόγγου ὡς καπινὸς κττ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Πλαδαρός, μαλακὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. κ.ἀ.): Ἀχαμνὸ ζυμάρι - κερὶ - ψωμὶ κττ. κοιν. Διὰ τὴν σημ. πβ. Διόδωρ. 3,12 «τῆς δὲ τὸν χρυσὸν ἐχούσης γῆς τὴν μὲν σκληροτάτην πυρὶ πολλῷ καύσαντες καὶ ποιήσαντες χαύνην». 2) Ὑδαρὴς Θρᾴκ. (Αἶν. Μυριόφ.) Κύθηρ. Κύπρ. Πόντ. (᾿Αμισ. ’Αργυρόπ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: ᾽Αχαμνὸς πελτὲς Μυριόφ. Ἀχαμνὴ λάσπη Κύθηρ. ᾿Αβκὸν χαμνὸν Κύπρ. Χαμνὸν ξύγαλαν-φαεῖν κττ. Χαλδ. Ἔκαμε χαμνὰ (διαρροϊκὰ ἀποχωρήματα) Κύπρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Σουῒδ. «πλαδαρόν· χαῦνον, ὑγρόν». Συνών. νερουλλός. 3) Ὁ μὴ τεταμένος, χαλαρὸς Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ.: Σκοινί ἀχαμνὸ Κρήτ. 4) ᾽Ισχνός, ἀδύνατος κοιν. καὶ Τσακων.: ᾿Αχαμνὸ ἀρνὶ - ζῷ - κατσίκι – πρόβατο κττ. κοιν. ᾽Αχαμνὸς ἄdρας Κρήτ. (Σητ.) || Παροιμ. Ἀχαμνὸ ἀρνί, παχε͜ιὰ οὐρὰ (ἐπὶ πτωχαλαζόνων) Εὔβ. Τ᾿ ἀχαμνὸ ἀρνὶ οὑ λύκους τοὺ τρώει (ὁ ἀνίσχυρος εἶναι ἕρμαιον τῶν ἰσχυρῶν) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ᾿Αχαμνὰ μεριˬὰ κιˬ ἄν σμίξουν δὲν συγκαίονται (οἱ ἀνίσχυροι δὲν βλάπτουν ἀλλήλους) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχαμναδύνατος. β) Ὁ μὴ ἔχων λίπος, ἄπαχος σύνηθ.: Φρ. Τὸ παχὺ μὲ τ᾿ ἀχαμνὸ | νά παχύνου gαὶ τὰ δυˬὸ (λέγεται ἀπὸ τοὺς βρικόλακας θέτοντας κρέας βατράχου εἰς τὸ ψηνόμενον ὑπὸ ἀνθρώπων χοίρειον) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γ) Ἄγονος, ἐπὶ καλλιεργημένης γῆς Κεφαλλ. Κύπρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων.: 'Αχαμνὴ γῆ Κεφαλλ. ᾿Αχαμνὸς τόπους Αἰτωλ. ᾽Αχαμνὸ ἀμπέ᾿- χουράφ’ αὐτόθ. Ἁχούρα ἔι ἀχαμνὰ (χούρα = χωράφι) Τσακων. 5) ᾽Ασθενικός, καχεκτικὸς Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Θεσσ. Θήρ. (Οἴα) Μακεδ. (Βελβ.) Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αχαμνὸ τὸ κορίτσι καὶ δὲν ἀντέχει σὲ βαρε͜ιὲς δουλε͜ιὲς Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ἦταν ἀχαμνό το κλῆμα, | ἤφαέ το τσαὶ τὸ χτῆμα (ἐπὶ πράγματος ἐλαττωματικοῦ ὑποστάντος καὶ ἄλλην βλάβην) Οἴα || ᾎσμ. Ἄν εἶν᾽ ὁ μαῦρος δυνατός, πλακώνεις ’ς τὴ θανή της, κι ἂν εἶν᾿ ὁ μαῦρος ἀχαμνός, πλακώνεις ’ς τ' ἀποφάγιˬα Χίος. β) Ὁ μὴ ἀρτιμελής, ἐλλιπὴς Θήρ. 6) ᾿Ασθενής, ἄρρωστος Ἤπ. (Χιμάρ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.): Τόσον καιρὸ ἤμουν ἀχαμνὸς καὶ δὲν ἦρθες νὰ μὲ ἰδῇς Χιμάρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρρωστάρις. Β) Μεταφ. 1) ᾿Ανίσχυρος Ρόδ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Φρ. Τὸ ἀχαμνὸ μέρος (ἡ σύζυγος ἢ ἄγαμος θυγάτηρ) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. ’Σ τὸν ἀχαμνὸν ἅιον μὲ κερὶ μὲ λιβάνι Ρόδ. || ᾎσμ. Τὸ κάστρο εἶναι ἀχαμνό, καθόλου δὲ φελάει, μά 'ναι τ’ ἀσκέρι του καλὸ καὶ ᾽κεῖνο τὸ τιμάει (Παρνασσ. 12, 105). Διὰ τὴν σημ. πβ. Χρον. Μορ. 1675 (ἔκδ. JSchmitt) «τὸ κάστρον ἦτον ἀχαμνὸν ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν». Συνών. ἀχαμνόμερος 2. 2) Ἐνδεής, δυστυχὴς Πελοπν. - Λεξ. Δημητρ.: 'Αχαμνὴ φαμίλιˬα Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αχαμνὸ χωριˬὸ αὐτοθ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Μαχαιρ. 1,356 (ἔκδ. R. Dawkins) «ἐστράφησαν πολλοὶ εἰς τὴν Λεμεσόν, ὅπου ἦσαν ὀλλιγώττεροι λᾶς καὶ ἀχαμνοί». 3) Δειλὸς ᾿Αντικύθ. Κρήτ. 4) Ἐκεῖνος ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ὠφεληθῇ, νὰ κερδίσῃ Ἄνδρ. - Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αχαμνή δουλε͜ιὰ Ἄνδρ. 5) Κακὸς ἐν γένει, ὁ μὴ καλὸς πολλαχ.: ’Αχαμνὸς ἄνθρωπος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Χίος ᾿Αχαμνὴ γυναῖκα Ἤπ. ᾽Αχαμνὸς λόγος Ζάκ. Πελοπν. (Βυτίν.) Εἴνορο ἀχαμνὸ (εἴνορο = ὄνειρον) Ἤπ. Καλός, ἀχαμνός, αὐτὸς εἶναι Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ᾽Αχαμνὴ μέρα (ἀποφρὰς) Αἰτωλ. Τώρᾳ εἶναι ἡμέρες ἀχαμνές, θὰ βροῦμε τὴν καλὴ τὴ μέρα ΚΠαλαμ. Θάνατ. παλληκ. 31 Ἀχαμνή χρονιˬὰ Λεξ. Δημητρ. ᾽Αχαμνὰ χρόνιˬα Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) ᾽Αχαμνὸς καιρὸς (κακοκαιρία) Ἤπ. ᾽Αχαμνὴ δουλε͜ιὰ (αἰσχρὰ πρᾶξις) Κύπρ. Χίος ’Αχαμνὴ γυναῖκα (πρόστυχη) Ἄνδρ. Ἔχει ἕνα σπυρὶ ἀχαμνὸ Ἤπ. Ἡ ἀρρώστιˬα τοῦ πιδιˬοῦ μ᾿ ἦταν χαμνὴ ᾽Αδριανούπ. ᾽Αχαμνὸς τόπος (δύσβατος) Μακεδ. (Μελέν.) ᾿Αχαμνὸς λόγος (αἰσχρὸς) Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Ἡ Τρίτη ἔχει μιˬὰ ὥρα ἀχαμνὴ Θεσσ. (Φάρσαλ.) Εἶν᾿ ὧρις ἀχαμνὲς κιˬ ὧρις καλὲς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽Αχαμνὸ χωριˬὸ τὰ λίγα σπίτιˬα Πελοπν. (’Αρκαδ. Καλάβρυτ.) Ζάκ. 6) Βλαβερὸς Μακεδ. (Βλάστ.): Ἔρρ’ξιν ἀχαμνὸ νιρό. Γ) Οὐδ. οὐσ. 1) ᾿Ατύχημα, κακόν τι. Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.): Θ’ ἀκούσῃς καὶ καλό, θ᾿ ἀκούσῃς καὶ χαμνὸ ᾿Αρκαδ. Νὰ φ’λάγισι ἀποὺ πᾶσα κακὸ κιˬ ἀχαμνὸ Μακεδ. || Παροιμ. Καλά, χαμνά, ’ς τοῦ παππᾶ τοὺ κιφά’ αὐτόθ. 2) Πληθ. ἀχαμνά, ὄρχεις κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχίδι 1. β) Πληθ., τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα μέρος τοῦ σώματος, ἡ βουβωνικὴ χώρα σύνηθ. 3) Βοῦς ἀροτὴρ (κατ᾽ ἀντίφρασιν πρὸς ἀποτροπὴν τῆς βασκανίας) Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/