γερλῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερλῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
’Εντόπιος, ἐγχώριος ἔνθ’ ἀν.: Δὲν εἶναι ξένο, εἶναι γερλήδικο Σμύρν. Ἄ’ νοστ’μάδα ἔ’ τό γερλήδ’κο πρᾶμα Τσακίλ. Συνών. γερλῆς, γερλήσιˬος, ντόπιˬος.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yerli = ἐντόπιος.
Σημασιολογία
Γερλήδικος, ἔνθ’ ἀν.: ’Εκεῑνος εἶναι γερλῆς, μόνε ἡ ’ναῖκα τ’ εἶναι ξέ’ Τσακίλ. Γερλὴ σταφίδα Μαγνησ. Συνών. γερδήλικος, γερλήσιˬος, ντόπιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA