Γερμανικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γερμανικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Γερμανικὸς ἐπίθ. κοιν. Γιρμα’κὸς κοιν. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Γερμανὸς ἤ Γερμανία καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ικός.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἐκ Γερμανίας προερχόμενος κοιν.: Μηχανήματα - ροῦχα -κρύσταλλα Γερμανικὰ κοιν. Ἀλέτρ’ Γιρμα’κὸ Θεσσ. (Ναρθάκ.) Πέταλα Γιρμα’κὰ Στερελλ. (Λεβάδ.) 2) Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γερμανίαν ἤ τοὺς Γερμανοὺς κοιν.: Γερμανικὴ γλῶσσα. Γερμανικὴ κατοχὴ κοιν. ’Σ τὸν τζαιρὸν τῆς Γερμανιτσῆς κατοῆς τὰ θρόφιμα ἦσα bο-ὺλλιοστὰ Χίος. Β) Οὐσ. Οὐδ. 1) Ἄροτρον σιδηροῦν μὲ ὑνίον δίπτερον Εὔβ. Ψαχν.): Τοὺ δ᾽κό σ᾽ τοὺ χουράφ’ θέ’ Γιρμαν’κὸ καὶ μὲ διπλᾶ ζά. Ἔκανα οὕ’ τὴν ἡμέρα χουράφ’ σήμερα μὶ τοὺ Γιρμα’κὸ κὶ μοῦ βγῆκι ἡ πίστ᾽ ἀνάπουδα. 2) Εἶδος πετάλου τῶν ὑποζυγίων καλύπτοντος μόνον τὴν περιφέρειαν τῆς ὁπλῆς Εὕβ. (Ψαχν.): Νὰ μοῦ καλιγώσ’ς κὶ τοὺ ἀλογά’, ἀλλὰ νὰ μοῦ βά’ς Γιρμα’κό. 3) Κατὰ πληθ. ἡ Γερμανικὴ γλῶσσα κοιν.: Μαθαίνω - μιλῶ - γράφω Γερμανικά. Ξέρει καλὰ Γερμανικὰ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA