Γερμανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γερμανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Γερμανὸς ὁ, κοιν. Γιρμανὸς κοιν. βοδ. ἰδιωμ. Γερμανὲ Τσακων. (Βάτικ.) Οὐδ. Γιρμανὸ Μακεδ. (Βόιον) Στερελλ. (Σιβ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἐθνικὸν ὄν. Γερμανός
Σημασιολογία
1) Ὁ κάτοικος τῆς Γερμανίας κοιν.: Ἦρθαν – πέρασαν Γερμανοὶ κοιν. Τότι ᾿ς τ’ν πλατέα γί’κι τοὺ μακιλλε͜ιὸ ἀπ’ τ᾿ς Γιρμανοί, σκουτώσανι ἰννιˬὰ Ἀλόνν. Τὴκ χρονιˬὰμ πού ’ρταν οἱ Γερμανοὶ Κῶς (Πυλ.) || Φρ. Εἶνι Γιρμανοὶ ’ς τὴ δ᾽λε͜ιὰ τ᾿ς, δὲ ξέρ’ν οὔτι γιˬουρτὴ οὔτι καθημιρ’νὴ (περὶ τῆς ἐργατικότητος τῶν μελισσῶν) Μακεδ. (Χαλκιδ.) 2) Εἴδη ἰχθύων: α) Ἰχθύς ὅμοιος μὲ τὴν σάλπην Ἀστυπ. Κάρπ. (Ἔλυμπ. Μεσοχώρ.) Κάσ. Λειψ. Σύμ. Τῆλ. Συνών. ἀγριˬόσαλπα β) Ἰχθὺς σχήματος πλατέος καὶ χρώματος πρασινωποῦ ὡς τὸ τοῦ κοινοῦ σάπωνος Ἴος. γ) ’Ιχθύς ὡς τὸ χρυσόψαρον, μὴ ἐδώδιμος Κύθν. Πάρ. (Νάουσ.) Τῆν. 3) Τὸ σιδηροῦν ἄροτρον ὡς ἐκ τῆς προελεύσεώς του Θεσσ. (Ἀνατ. Κρυόβρ. Τσαρίτσ.) Μακεδ. (Βόιον Γαλατ. Δεσκάτ. Κίτρ.) Τσακων. (Βάτικ.): Φόρτουσι ἡ θεῖους τοὺ Γιρμανὸ ’ς τ᾽ ἄλιγου κὶ πῆγι ᾽ς τοὺ χουράφ’ νὰ οὐργώσ’ κὶ νὰ σπείρ’ τ’ βρίζα Κίτρ. Μόνου οὑ Γιρμανὸς θὰ κόψ’ τ’ ἀγκάθιˬα Γαλατ. 4) Τὸ οὐδ. ἡ φυομένη εἰς τοὺς ἀγροὺς μαργαρίτα, ἀγριομαργαρίτα Στερελλ. (Σιβ.) Συνών. γερμανούδι. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Ἀθῆν. Πελοπν. (Λαγκάδ.) Σῦρ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ερμάνος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁμοίως ἡ λ. ὡς ἐπών. Κέρκ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Μῆλ. Στερελλ. (Δεσφ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γερμανοῦ τοῦ, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA