ἀναξαλείφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναξαλείφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναξαλείφω, μέσ. ἀναξηλείφομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ξαλείφω παρὰ τὸ ἐξαλείφω. Τὸ ἀναξηλείφομαι μες. τοῦ μεσν. ἀναξηλείφω.

Σημασιολογία

Μεσ. καταστρέφομαι, ἐξαλείφομαι : Τοῦτο τὸ χωρκόν οὕλον ἀναξηλείφτη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/