ἀχαμνυνέσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνυνέσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχαμνυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀχάμνυνα ἀορ. τοῦ ρ. ἀχαμνένω καὶ τῆς καταλ. -έσκω.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι ἰσχνὸν, ἀδύνατον: Καὶ ἡ μικρότερη ἀδιαθεσία τὴν ἀχαμνυνέσκει. Τὸν ἀχαμνυνέσκουνε τὰ βάσανα καὶ οἱ δουλει͜ές. Καὶ ἀμετβ. καθίσταμαι ἰσχνός, ἀδυνατίζω: Ὅσο πάεις κιˬ ἀχαμνυνέσκεις, κἄτι κρυφό μαράζι θά’χῃς. Τὰ ὀρδύκιˬα᾿ς τὸ κλουβὶ ἀχαμνυνέσκουνε. Πβ. ἀχαμνένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA