βουτυρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουτυρεˬὰ ἡ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 195 καὶ 244. βουτυρέα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κρήτ. βουτερέα Πόντ. (Τραπ.) βουτουρέα Πόντ. (Χαλδ.) βουτυρὲ Ἰκαρ. Δ.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτυρο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬά.
Σημασιολογία
Ὀσμὴ βουτύρου ἔνθ᾽ ἀν. : Μυρίζει βουτερέαν Τραπ. Συνών. βουτυρίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA