-άρι (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άρι (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Παραγωγική κατάληξη
Τυπολογία
-άρι (Ι) κατάλ. παραγωγικὴ κοιν. -άριν πολλαχ. -άρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. -άρι Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς ἀρχ. καὶ μεταγν. ὑποκοριστικῆς καταλ. -άριον, οἷον: ἀνδράριον, ἀνθρωπάριον, ἀξινάριον, ζευγάριον, ζωνάριον, κυνάριον, μαστάριον, ὀψάριον, παιδάριον, ποδάριον, σιτάριον, τροπάριον, φεγγάριον, χαλινάριον, χορτάριον κττ. Περὶ τῆς γενέσεως αὐτῆς ἰδ. ΓΧατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 1,218 κἑξ.
Σημασιολογία
Διὰ ταύτης σχηματίζονται οὐσιαστικὰ 1) Ἐξ οὐσιαστικῶν δηλοῦντα ὅ,τι περίπου καὶ τὸ πρωτότυπον, οἷον: βλαστὸς - βλαστάρι, δίσκος - δισκάρι, δοκὸς - δοκάρι, ζύμη - ζυμάρι, θήκη - θηκάρι, θρεφτὸ - θρεφτάρι, θύμον - θυμάρι, ἴχνος - ἀχνάρι, λύχνος – λυχνάρι, πετεινὸς - πετεινάρι, πρῖνος - πουρνάρι κοιν. κόττα - κοττάρι Τσακων. 2) Ἐξ ἐπιρρημάτων τοπικῶν ἰσοδυναμοῦντα περίπου πρὸς αὐτὰ οὐσιαστικοποιημένα, οἷον: ἀποκάτω - ἀποκατάρι, ἀποπάνω - ἀποπανάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA