γεροβοσκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροβοσκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροβοσκὸς ὁ, Κρήτ. (Σφακ.) - Γ.Βλαχογιάνν., Λόγοι κι ἀντίλ., 47 - Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γέρος καὶ βοσκός.
Σημασιολογία
Ποιμὴν γηραλέος ἔνθ᾽ ἀν.: Καλότυχη, γεροβοσκέ, κ’ ἡ ὥρα καὶ σὺ μαζί της Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἕνας βοσκός, γεροβοσκὸς καὶ παλιˬοκουραδάρης τὰ νιˬάτα του θυμήθηκε, τὰ νιˬάτα του θυμᾶται Σφακ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA