ἀχαντάκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαντάκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχαντάκωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀχαντάκουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαντακωτὸς<χαντακώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων αὔλακα πρὸς διαρροὴν τῶν ὑδάτων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA