ἀριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀριˬὰ ἡ, ἀρία Καλαβρ. (Μπόβ.) Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀριˬὰ πολλαχ. ἀρέα Κορσ. Μέγαρ. ἀριˬὸς ὁ, 'Ανδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σάμ. Σκίαθ. ἀρεὸς Εὔβ. (Αὐλων. Κονίστρ. Κύμ.) ἀριˬὰς Ἤπ. Σκόπ. ἄριˬος Ἰκαρ. Νάξ. (Βόθρ. Σαγκρ.) Σκῦρ. ἄριˬους Θεσσ. Μακεδ. ἄρε Τσακων. ἄριˬο τό, Ἄθ. ἄριˬου Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀρία.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν δρῦς ἡ ἀρία (quercus ilex ἤ quercus smilax) τῆς τάξεως τῶν κυπελλοφόρων (cupuliferae). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν Ἀριˬὰ Ἄνδρ. ’Αττικ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ.): ᾽Αρέα Πελοπν. (Μάν.) ’Αριˬὰς Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Ἀρεὸς Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἄριˬα τά, Χίος Ἄνω Ἄριˬα καὶ Κάτω Ἄριˬα Νάξ. Ἀριὰς Πλάι Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA