γερογκρινιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερογκρινιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γερογκρινιˬάρης ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γέρος καὶ τοῦ ἐπιθ. γκρινιˬάρης.
Σημασιολογία
Γέρων φίλερις, ἰδιότροπος, μεμψίμοιρος σύνηθ.: Πάψε πιˬὰ γερογκρινιˬάρη! σύνηθ. Ἄς πάω μόνο τώρα, νὰ πάρω κάρβουνα ἀπ᾿ ἐκεῖνον τὸ γερογκρινιˬάρη Δ.Βουτυρ., Ἐπανάστ. ζώων, 184.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA