ἀρίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρίδα ἡ κοιν. ἀρίdα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀρίς. Πβ. Κορ. Ἄτ. 2,64.

Σημασιολογία

1) Ἐργαλεῖον τεκτονικὸν διὰ τοῦ ὁποίου ἀνοίγονται τρῦπαι, τέρετρον, τρύπανον 'Αθ. Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Γκιουβ. Καστορ. Καταφύγ. Μελέν. Σισάν.) Πελοπν. (’Αρκαδ. Βαμβακ. Βούρβουρ. Λακων. Λάστ. Μεγαλόπ. Τριφυλ.) Προπ. (’Αρτάκ. Κύζ. Πάνορμ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν. Κλών.) Χίος. κ.ἀ. - ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 12 – Λεξ. Περίδ. Βυζ.: Φρ. Ηὗρ’ ἡ ἀρίδα ρόζου (ἐπὶ παρουσιαζομένου προσκόμματος) Ἤπ. Εὑρῆκε ἡ ἀρίδα τὸ ρόζο της (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Εἶναι ἀρίδα (ἐπὶ ρᾳδιούργου καὶ μηχανορράφου) Κεφαλλ. Γίνουμι ἀρίδα (καθίσταμαι ἐνοχλητικὸς πρός τινα) ᾽Ακαρναν. Καταφύγ. Σισάν. Τοὺν ἔφαϊ ἡ ἀρίδα τοῦ σπιτιˬοῦ (ὅπως ἡ ἀρίδα τρυπᾷ τὸ ξύλον, οὕτω καὶ τὸν ἄνθρωπον αἱ οἰκογενειακαὶ φροντίδες) Ζαγόρ. Τὸν πάει ἀρίδα (ζηλεύει, φθονεῖ) Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Ἔχω ἀρίδα ᾽ς τὸ μυˬαλό μου (ἔχω ἔμμονον ἱδέαν) ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀρίδι, τριβέλλι, τρυπάνι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἴμβρ. Στερελλ. ('Αρτοτ.) 2) Εὐθεῖα ράβδος σχήματος τετραπλεύρου ἢ πεπλατυσμένου διὰ τῆς ὁποίας χαράσσεται εὐθεῖα γραμμή, κανὼν Ἰων. (Κρήν. Σμύρν.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ. Πβ. Σουΐδ. «ἀρίδες· ἡ εὐθεῖα ἀρίς, τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον». Συνών. ρίγα, χάρακας. 3) Τὸ ὀστοῦν τῆς κνήμης καὶ γενικώτερον τὸ ἀπὸ τοῦ γόνατος μέχρι τῶν σφυρῶν μέρος τοῦ ποδός, κνήμη (ἡ χρῆσις τῆς λ. ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης εἶναι μᾶλλον σκωπτικὴ) σύνηθ.: ᾿Ανοίγω-μαζεύω τοὶς ἀρίδες σύνηθ. || Φρ. Ἁπλώνω - ξαπλώνω – τεντώνω τὴν ἀρίδα μου (ἐξαπλώνω ἀναπαυτικὰ τὸ σῶμα) σύνηθ. Ξαπλώνω τὴν ἀρίδα μου (περὶ οὐδενὸς φροντίζω, ἡσυχάζω) Ἄνδρ. Καλὰ ἤπλωσεν τὴν ἀρίδαν του (ἐπὶ τοῦ ἀπολαμβάνοντος ἐν ἀνέσει τὸν κτηθέντα πλοῦτον) Χίος Ἔπλωσεν τὴν ἀρίδαν του (ἐπὶ τοῦ ὀκνηροῦ) Σύμ. Τιντώ’ τ’ν ἀρίδα (ἐπὶ τοῦ ὀκνηροῦ καὶ ἀέργου) Καταφύγ. Τ’ν ἐτέντωσε τ᾽ν ἀρίδα (ἐπὶ τοῦ ἀποθανόντος) ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 238 Ψωνίζω ἀρίδα (κακὸν μέρος κρέατος) ᾿Αρκαδ. || Παροιμ. Μὴν τηρᾷς τὴν ἀρίδα μου τὴ στραβή, τήρα τὴ γνώμη μου τὴν ἴσιˬα (ὀφείλομεν νὰ δεχθῶμεν τοὺς λόγους τινὸς ἂν εἶναι ἀληθεῖς χωρὶς νὰ προσέξωμεν εἰς τὴν τυχὸν κακὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν αὐτοῦ) Γορτυν. Συνών. ἄντζα 1, ἀντζὶ 1, γάμπα, καλάμι. 4) Ὁ 'Αχίλλειος τένων ὁ συνδέων τὴν πτέρναν μετὰ τῆς κνήμης Ζάκ. Κῶς Σύμ. - Λεξ. Βυζ. 5) Ἡ πτέρνα Ἀδραμ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κέρκ. Λῆμν. Μακεδ. (Σισάν.) Προπ. ('Αρτάκ. Πάνορμ.) Χίος κ.ά.: Φρ. Δὲ βαστάει ἠ ἀρίδα τ᾽ (ἐπὶ τοῦ δειλοῦ. Συνών. φρ. δὲ βαστᾶνε τὰ κότσιˬα του) Σισάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/