ἄχαρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχαρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄχαρα ἐπίρρ. Ἤπ:. Θρᾴκ. ('Αδριανούπ. Τσακίλ.) Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Σάντ.)-Λεξ. Δημητρ. ἄχαιρα Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἄχαρο Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄχαρος (Ι). Τὸ ἄχαιρα κατ᾽ ἐπίδρ. τοῦ ρ. χαίρω.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς χαράν, λυπηρῶς, κακῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἄχαρα περάσαμε τοὶς γεˬορτὲς Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Ἄχαρα τὰ ἔ’ (εὑρίσκεται εἰς δύσκολον θέσιν) ᾿Αδριανούπ. Μὄρχεται ἄχαρα (ἔχω τάσιν πρὸς λιποθυμίαν) Ἤπ. Τοῦ ᾽ρθι ἄχαρα (ἐλιποθύμησε) Σιάτ. Πβ. ἀχαμνὰ 3. 2) Ματαίως Θρᾴκ. (Τσακίλ.): Ἄχαρα π᾽λάληξὰμε τόσες μέρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA