ἀχάραγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάραγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀχάραγα ἐπίρρ. ἀχάραχτα Μέγαρ κ.ἀ. ἀχάραγα σύνηθ. ἀχάραγο Ζάκ. ’Ικαρ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Σουδεν.) - ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 74.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐχάραξε ἀορ. τοῦ ρ. χαράζω.
Σημασιολογία
Πρὶν χαράξῃ, πρὸ τῆς αὐγῆς ἔνθ ἀν.: ’Αχάραγα ξύπνησε - σηκώθηκε. Ἀχάραγα βγῆκε - ἔφυγε κττ. Εἶναι ἀχάραγο ἀκόμα, ὅ,τι ποῦ κεντρίζουνε τὰ βουνὰ Μάν. ᾿Απόλυκε ἡ ἐκκλησιˬὰ ἀχάραγο ἀκόμα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄφεχτα, ἔτι δὲ ἄφωτα 2, ἀφώτιστα (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA