βουτυρόψωμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυρόψωμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτυρόψωμο τό, Λευκ.-(Ν. Ἑστ. 25,836).
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βούτυρο καὶ ψωμί.
Σημασιολογία
1) Ψωμὶ ἀλειμμένον μὲ βούτυρον (Ν. Ἑστ. ἔνθ᾽ ἀν.) : Τσάι μὲ βουτυρόψωμα. 2) Πίττα ἐκ φύλλων ζύμης, μεταξύ τῶν ὁποίων τίθεται μεῖγμα ἐκ βουτύρου ἀβγῶν, γάλακτος καὶ τυροῦ Λευκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA