ἀχάρετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάρετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχάρετος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀχάρητος ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαρετὸς<χαίρω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ χαρεὶς εἰς τὴν ζωήν του ἔνθ’ ἀν.: ᾽Απέθανε ἡ νύφε ἀχάρετος (πρὶν δοκιμάσῃ τὴν χαρὰν τοῦ συζυγικοῦ βίου) Τραπ. || ᾎσμ. Χάρε, τὴ νεˬὰ τὴ σημερ’νὴ νὰ μὴν τὴνε πικράνῃς, γιˬατὶ εἶναι νεˬὰ περήφανη κιˬ ἀχάρητη εἶν᾽ ἀκόμα ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA