βουτυρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτυρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουτυρώνω πολλαχ. βουτερώνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ. ἀ.) βουτουρώνω Πόντ. (Ἴμερ. Σταυρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτυρο.

Σημασιολογία

1) Ἀρτύω μὲ βούτυρον πολλαχ. : Βουτυρώνω τὴ ζύμη-τὸ κρέας-τό φαεῖ. 2) Ἐπαλείφω, ἐπιχρίω μὲ βούτυρον ἔνθ’ ἀν. : Βουτυρώνω τὰ ψωμάκιˬα. Βουτυρωμένη φέττα -φρυγανιˬὰ πολλαχ. 3) Παθ. μετοχ. ὁ περιέχων βούτυρον σύνηθ.: Βουτυρωμένη μυζήθρα. Βουτυρωμένο γάλα. Βουτυρωμένα κουλουράκιˬα σύνηθ. Οἱ φοῦρνοι ἦτον πυρωμένοι ἀπὸ ᾽σπέρας ποῦ κάμναν τὰ βουτυρωμένα των Σύμ. Συνών. βουτυρᾶτος 1, ἀντίθ. ἀβουτύρωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/