βόχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βόχα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. βόχ-χα Εὔβ. (Κουρ.) bόχα πολλαχ. πόχα Κύπρ. bούχα | Κεφαλλ. πόφα Κύπρ. bούφα Σκύρ. bούφ-φα Ρόδ. βόχος ὁ, Ἤπ. Βόχους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Δυσοσμία, ἀποφορὰ ἔνθ᾽ ἀν. : Τὸ κρέας-τὸ ψάρι βγάζει βόχα. Τὸ τυρὶ-τὸ βούτυρο πῆρε βόχα κοιν. Μὲ πῆρε ἀπὸ τὴ μύτη μιˬὰ bόχα ποῦ μοῦ ’ρθε νὰ σκάσω! Πελοπν. (Κορινθ.). Ἄμα -ν- εἶναι πολὺ τσαιρὸ τὸ σπίτι κλειστό, ἔχει bούφα Σκῦρ. Λιγοθυμῶ ᾿χ τὴ bούχα Κεφαλλ. Μ’ ἔπηρε μιὰ βόχ-χα, ποῦ ᾽ὲν ἠμπόρε͜ια νὰ σταθῶ Κουρ. Πατῶντας τὰ σταφύλιˬα ζαλίστηκε ἀποὺ τ᾽ βόχα Μακεδ. (Σισάν.) || ᾎσμ. Τὸ βουτσὶ τοῦ ταβερνιˬάρι | πάντα βόχα θενὰ πάρῃ Πελοπν. (Κυνουρ.) Συνών. βοχάδα. β) Ἀποφορὰ τῆς ἀναπνοῆς πολλαχ. : Βόχα κακοστομαχιˬᾶς| – σκόρδου. Ἅμα τὸν πλησιάσῃς, σὲ παίρνει μιˬὰ βόχα ἀπὸ τὸ στόμα του, ποῦ δὲν ὑποφέρεται Θεσσ. 2) Ὀχετὸς ἀνοιχτὸς Σαλαμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βόχα Πελοπν. (Κορινθ.) Βοῦχες Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA