βραγίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραγίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βραγίδι τό, ἀμάρτ. βραΐδι Σέριφ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βραγιˬὰ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Μικρὰ βραγιˬά. Συνών. βραγιδάκι, βραγίτσα, βραγώνι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA