ἀχαριˬαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαριˬαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχαριˬαίνω Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄχαρος (ΙΙ).

Σημασιολογία

Γίνομαι ἄχαρος, θλιβερός: ᾎσμ. Ἀχάριˬανε τὸ σπίτι μου, ἀνόστισε -ἡ αὐλή μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/