ἀνάπατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάπατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνάπατος ὁ, ἀλάπατος Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἆνἀ καὶ τοῦ οὐσ. πάτος.
Σημασιολογία
Κρότος, θόρυβος βημάτων : Ἀκούω ἕναν ἀλάπατο. Ἤκουσα τὀν ἀλάπατό σου κ᾽ ἤβγηκα. Ἀλάπατό ᾿κουσα κ᾽ ἐλλαξοστράτισα. Ἅμα φορῇς ἐτοῦτα τἁ τσαρούχιˬα, δὲ θ’ ἀκούετ’ ὁ ἀλάπατο'ς σου (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA