ἀναπαύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπαύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπαύω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀναπαύου βόρ. ἰδιώμ ἀναπαύγω Κέως Μέγαρ. ἀναπαύκω Κύπρ. ἀναπάω Κύπρ. ἀναπἀζω Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀνεπαύω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴων. (Κρήν.) Κίμωλ. Μύκ. Νάξ. Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ.) Σίφν Σῦρ Τῆν. κ. ἀ. ἀνεπαύου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεπαύγω Ἴων. (Κρήν.) Κάρπ. ἀνεπάζω Πόντ. (Κερασ.) ἀναπεύω ’Αθῆν. (παλαιότ) Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Λευκ Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Λακων. Λάστ. Μαν Πατρ Τρίκκ.) κ. ἀ. ἀναπεύου Ἤπ.Θεσσ.(Ζαγορ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀναπεύγω Α.Κρήτ. ἀναπέγω Πόντ. (Νικόπ.) ἀνεπεύγω Θήρ. Κρήτ. ’ναπαύγω Σύμ. 'τ’απαύγιˬω Ρόδ. ᾿ναπαύgιˬω Ροδ. ᾿νεπαύω Καππ. (Σινασσ.) ’νεπαύκω Κύπρ. ᾿νεπαύτω Καππ. (᾿Ανακ.) ’νεπάζω Ἰκαρ. Μέσ. ἀναπαύκομαι Ποντ (Οἰν.) ἀναπάομαι Ποντ. (Οἰν.) ἀναπάγομαι Ποντ. (Κοτύωρ) ἀναπάουμαι Πόντ. (Ἀμισ.) ἀναπέουμαι Ποντ. (Ἴμερ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) ἀραπαύουμ’ Θεσσ. (Μηλ.) ᾿Αόρ. παθ. ἀναπάηκα πολλαχ. Μετοχ. ἀναπαημένος καὶ ἀνεπαημένος Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναπαύω. Περὶ τοῦ γ τοῦ τύπ. ἀναπαύγω, ὃς καὶ παρὰ Βλάχ., ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,50. Τὸ ἀναπάζω ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ μέσ. ἀναπάουμαι κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα σπάουμαι-σπάζω, ταράουμαι-ταράζω, χαράουμαι-χαράζω κττ. Τὸ ἀραπάουμ’ κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ συνών. θαραπεύω, δι᾽ ὃ ἰδ. θεραπεύω. Τὸ ἀνεπαύω διὰ τὸν ἀόρ. ἀνέπαυσα. Τὸ ἀναπεύω κατὰ τὸ συνών. θεραπεύω κατὰ ΓΧατζιδ ΜΝΕ 1,271. Ὁ τύπ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ Ρ στ. 6140 (ἔκδ. JSchmitt) «κ’ ἐκεῖνος ν᾽ ἀναπεύεται εἰς τὸ σκαμνὶν τῆς Ρώμης». Τὸ ἀναπεύγω καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Γ στ. 245 (ἕκδ. ΣΞανθουδ.) «κι ὅποιος κοπιᾴ τὰ χέρια του, τὰ πόδια του ἀναπεύγει». Ἡ μετοχ. ἀναπαημένος καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ἀπαλλάσσω τινὰ τῶν μόχθων, παρέχω εἴς τινα ἀνάπαυσιν κοιν. καὶ Ποντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οἰν Σαντ Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αναπαύω τὸ κορμί μου-τὸ σῶμα μου. Ἔγειρα λίγο ν᾽ ἀναπαυθῶ. Δὲ βρίσκει καιρὸ ν’ ἀναπαυθῇ κοιν. Ἀναπάζω τὰ βούδ (ἀφίνω τοὺς ἀροτῆρας βοῦς νὰ ἀναπαυθοῦν) Χαλδ. ᾿Εκάτσαν ᾿ς ἕναν μέρος ν᾽ ἀναπέουνταν (ν᾽ ἀναπαυθοῦ’ν) Σαντ. Ἐξαπλῶθεν ν᾿ ἀναπέεται ἕναν ξά’ κ᾿ ἐπῆραν ἆτον τ᾿ ὀμμάτά ᾽τ᾽ (ἐξηπλώθη νὰ ξεκουρασθῇ ὀλίγον καὶ ἀπεκοιμήθη) Τραπ. Λέει ν᾽ ἀποθερίσωμε ν᾿ ἀνεπαυτοῦμε Κίμωλ. Περνάει ζωὴ ἀναπαμένη Λακων. ǁ Φρ. Τὸν ἀνάπαψε ὁ Θεὸς (τὸν ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου. Ἐπὶ ἀποθανόντος). Ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπάψῃ! (εὐχὴ πρὸς θανόντα) κοιν. Νὰ μὴν ἀναπέεσαι! (νὰ μὴ εὕρῃς ἀνάπαυσιν μετὰ Θάνατον! ᾿Αρὰ) Τραπ. Νὰ ἀναπάεται ἡ ή σ᾽! (νὰ ἀναπαυθῇ ἡ ψυχή σου! ἐνν. μετὰ θάνατον. Εὐχὴ) Χαλδ. Νὰ ἀνεπάουνταν τοῦ κυροῦ σ᾽ τὰ στούδ! (νὰ ἀναπαυθοῦν τοῦ πατρός σου τὰ κόκκαλα!) Κερασ. ǁ Γνωμ. ’Αναπαυμένα νεˬᾶτα, βασανισμένα γεράματα (ὅταν δὲν ἐργάζεταί τις νέος, ὑποφέρει οἰκονομικῶς γέρων) Θήρ. ǁ ᾎσμ. Τοῦ Χάρωντα βάζω φωνὴ μὲ τὸ δικό μου στόμα νά ᾽ρκῃ νὰ πάρῃ τὴν ψυχὴ ν᾿ ἀνεπαυτῇ τὸ σῶμα Κρήν. Μετοχ ὁ ἀποκτώμενος ἐν ἀναπαύσει, ἄνευ μόχθων Πελοπν.(Λακων.) Πόντ. (Κερασ.): Ἀναπαυμένον ψωμὶν Κερασ. Τρώει ψωμὶ ἀναπαμένο Λακων. Συνών ἀγανάχτητος 2, ἄκοπος (ΙΙ), ἀνανάγκαστος 2, ἀντίθ. ᾽γαναχτεμένος (ἰδ. ἀγαναχτῶ Α 1β). Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Κὺρ. 7,1,4 «πρὶν δὲ ὁρᾶν τοὺς πολεμίους εἰς τρὶς ἀνέπαυσε τὸ στράτευμα». Συνών. ξεκουράζω. Καὶ ἀμτβ. ἀναπαύομαι Λευκ.: ᾎσμ. ᾿Αφεdοκαβαλλίκεψες’ς τ’ ἀστέρινο μουλάρι, ὁπὄχει ἀστέρι ’ς τὴ μορφὴ κιˬ ἀστέρι ’ς τὰ καπούλιˬα, κιˬ ὀπίσω ’ς τὴν ὀρίτσα του ὁ ἥλιˬος βασιλεύει καὶ κάτ’ ἀπὸ τὴ χὐτη του ὁ ἥλιˬος ἀναπεύει. β) Καταπαύω Λεσβ. ᾎσμ. Ἄ θέλῃς, Παναγία μου, πάντα νὰ σι᾿ δουξάζου, ἀνάπαυσι τοὺς πόνους μου νὰ μὴν ἀναστινάζου. γ) Φονεύω ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,387 : Ποίημ. Ροβόλα ’πάνου ’ς τὰ σκυλλιˬά, πελέκα τα ἀποπίσω, κιˬ ἀφοῦ τοὺς ἀναπάψωμε, ἀνταμωμένοι πάμε κιˬ ἀρπάζομε τὸν πύργο τους. Συνών. ξεκάνω, ξεπαστρεύω, σκοτώνω, χαλνῶ. 2) Προξενῶ εἴς τινα ἱκανοποίησιν, ἱκανοποιῶ, εὐχαριστῶ ᾿Αθῆν.(παλαιότ.) Ἀνάφ. Ἰκαρ Κάρπ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Βουρβουρ. Λακων. Λαστ. Πάτρ.) κ. ἀ.: Τίποτα δὲν τοὺς ἀναπεύει. Λακων. ǁ Παροιμ φρ. Τὰ ξένα χέριˬα ἀναπεύουν, μὰ δὲ θεραπεύουν (ἡ ὑπὸ τῶν ξένων παρεχομένη ὑπηρεσία ἢ ὑποστήριξις ἀνακουφίζει μέν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὡς ἡ τῶν οἰκείων καὶ συγγενῶν ἀποτελεσματικὴ ὡς πρὸς τὴν θεραπείαν τοῦ κακοῦ) αὐτόθ. Ὁ ξένος ἀναπεύει, | μὰ δὲ σὲ θαραπεύει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Παξ. Ὁ δοῦλος ἀναπεύει, | μὰ δὲ θεραπεύει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἴγ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν. στ. 427 (ἔκδ. Wagner σ. 18) «εὔλογον ἔνι τὸ ζητοῦν καὶ μὴ τοὺς παρακούσῃς, ἀνάπαυσέ τους ὀλίγον καὶ πάντα νὰ τοὺς ἔχῃς». Καὶ μέσ. ἱκανοποιοῦμαι, εὐχαριστοῦμαι ΘεσΣ. (Ζαγορ. Μηλ.) Πελοπν. (Λακων. Λαστ Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ. ἀ. ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 277,135: ᾿Ατώρᾳ ἐνεπάεν ἡ ή μ᾽ (ἡ ψυχή μου) Τραπ. Χαλδ. Ἀραπαύκις τώρᾳ, ’ναῖκα μ’; Ἀραπαύκα, ἄντρα μ᾿! Μηλ. ᾿Ιγώ μὶ ἱκατὸ δράμιˬα κρασί ᾽ς τοὺ τραπέζι μ᾽ δὲν ἀναπαύουμι Ζαγορ. ǁ Παροιμ. φρ. ’Σ τοὺ σπιτάκι μ’ οὑ καηˬμένους | εἶμι ἀνιιπαμένους (ἡ πλέον εὐχάριστος διαμονὴ εἶναι ἡ ἐν τῷ ἰδίῳ οἴκῳ) Αἰτωλ. ’Σ τὰ πολλὰ βασανισμένη | καὶ ’ς τὰ λίγ’ ἆναπαμένη (ἐπὶ τοῦ πολυασχόλου ἱκανοποιουμένου εἰς τὰ ὀλίγα) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν. ᾿Εν ἐγγράφῳ Χίου τοῦ 1630 «ὁ Λέος δὲ βρίσκεται μὲ τὸ ἀφεντικὸν ἀναπαμένος» (εὐχαριστημένος). 3) Ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ Ροδ : Νὰ σοῦ παίξω μιˬὰν νὰ σὲ ᾿ναπάψω. ᾿Ενάπαψέν τον. Καὶ μεσ ἡσυχάζω Κρήτ. Κύπρ. Σίφν Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Τώρᾳ ἠνεπαύτηκε ὁ κόσμος Σίφν. ᾿Αναπάψου! (κάθισε ἥσυχα!) Κρήτ. Κάτσι κιˬ ἀναπάψ’ Αἰτωλ. ǁ Παροιμ. φρ. Μὲ τὰ λόγια τὰ δικά μας | ἀναπαύκετ’ ἡ καρκιˬά μας (ὅταν παρηγορῇ τις ἑαυτὸν καὶ προσπαὓῇ νὰ αὐτοενισχυθῇ, ἂν καὶ ἔχει ἀνάγκην ξένης παραμυὓίας, συμβουλῆς καὶ ἐνισχύσεως) Κυπρ. Μετοχ. ἥσυχος σύνηθ: Εἶναι ἥσυχος κιˬ ἀναπαμένος πολλαχ Δὲν κάθεται ποτέ του ἀνεπαμένος Σῦρ Δὲ μ᾽ ἀφίνετε ἀνεπαμένο Μύκ. Εἶμ’ ἀνεπαμε’νος ᾿ς τὸ κρεββάτ’ Τῆν Κάεται ᾿ναπαμένος Συμ. Σὰν τό ᾽χῃ γαφτισμένο τὀ παιδὶ εἶναι ἀνεπαμένη Κίμωλ. Νὰ κάτσῃς ἐκε͜ιὰ ποῦ κάθεσαι ἀνεπαημένη καὶ νὰ μὴ μιλῇς! Κρήτ. Λεφτὸ δὲ gάθετ’ ὀ κακομοίρης ἀναπαημένος αὐτόθ. Εἶμαι φκαριστημένος κιˬ ἀνεπαμένος Νάξ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Βουστρών. (ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2,487) «ἐμάθαμεν τὸν θάνατον τοῦ ρηγὸς καὶ ἐπλήξαμεν πολλὰ καὶ ἐμάθαμεν πῶς τὸ νησὶν εἰναι ἀναπαμένο» Β) Μέσ. 1) Κατακλίνομαι πρὸς ὕπνον, κοιμῶμαι σύνηθ. καὶ Πόντ (’Αμισ.) : Πήγαινε, παιδί μου, ν’ ἀναπαυθῇς. Εἶναι καιρὸς ν᾿ ἀναπαυθοῦμε σύνηθ. Πόσα γρό θέλεις ἀπόψι γιˬὰ νὰ ἀναπαγῶ ᾿ς σὀ χάνι σου (ἐκ παραμυθ.) ᾿Αμισ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ἡροδ. 1,12 «ἀναπαυομένου Κανδαύλεω ὑπεσδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην» Συνών. γέρνω, ἡσυχάζω, κοιμᾶμαι, πλαγιˬάζω. 2) Ἀποθνῄσκω ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. ’Ιόνιοι Νῆσ. Μεγαρ Νισυρ Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. Σύμ. κ. ἀ. : Ἀναπαύτη ὁ δεῖνα ᾿Αθῆν. Λακων. ’Ενεπάεν ἄρρωστον Χαλδ. ǁ Γνωμ. Χαρά ’ς τον π᾿ ἀναπάηκε κ’ ἀλλο͜ιὰ σὲ ’κε͜ιοὺς ποῦ μείνανε (μακάριος ὁ ἀποθανών, ἀξία δὲ οἴκτου ἡ ἀπορφανισθεῖσα οἰκογένεια) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοκρ 1,136 «χὡ μὲν τόσσ’ εἰπὼν ἀνεπαύσατο». Συνών. ἀναπετῶ 5γ, πεθαίνω. 3) Ἀποσυντίθεμαι, διαλύομαι, ἐπὶ νεκροῦ Πόντ. (Ἴμερ.): Νὰ μὴ ἀναπέεσαι! (ἀρἀ, διότι ἡ μὴ ἀποσύνθεσις τοῦ νεκροῦ θεωρεῖται ἀπόδειξις τῆς θείας δίκης). 4) Παύω νὰ εἶμαι ἀνημμένος, σβήνομαι Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.): ᾎσμ. ἡ ἐκκλησιˬὰ ἐσείστηκε καὶ τὰ κεριˬὰ ’νεπάγαν. Συνων. σβήνω. 5) Ἀργῶ, σχολάζω, ἐπὶ ναοῦ ὅπου δὲν τελεῖται πλέον λειτουργία, ἐγκαταλελειμμένου Ποντ. (Σάντ.): ’Αναπαγμένον ἐγκλεσία. β) Ἐπὶ ἀγροῦ, σχολάζω ἐπί τινα χρόνον διὰ νὰ ἀποκτήσω ζωτικὴν ἰκμάδα καὶ καταστῶ εὐφορώτερος Μεγαρ Πόντ.(Χαλδ.): Ἄφηκα τὸ χωράφι τσ᾽ ἀναπαύθη Μέγαρ Χωράφ’ ἀναπαγμένον Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πινδ. Νεμ. 6,20 «[ἅρουραι] ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν». 6) Κατεδαφίζομαι, ἐπί ναοῦ Πόντ. (Χαλδ.):Ἐγκλεσία ἐνεπάεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/