ἄχαρος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχαρος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄχαρος ἐπίθ. (ΙΙ) κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. χάρι.
Σημασιολογία
1) Ὁ στερούμενος χάριτος, ἄκομψος, ἄνοστος, ἄσχημος ἔνθ’ ἀν.: Ἄχαρος ἄνθρωπος. Ἄχαρη γυναῖκα-κωπέλλα κττ. Ἄχαρο μωρὸ κοιν. Ἄχαρος τόπος Κέρκ. Ἄχαρα λόγια Σκῦρ. || Γνωμ. Ἄχαρο παιδὶ ’ς τὴν κούνιˬα, ὄμορφο παιδὶ ’ς τὴ ρούγα (ἐνίοτε ἄσχημα βρέφη μεγαλώνοντα γίνονται ὡραῖα) Πελοπν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκημομούρης, ἔτι δὲ ἄπλανος 2. 2) 'Αηδὴς τὴν γεῦσιν, ἄνοστος Μακεδ. (Βλάστ.): Ἄχαρου νιρό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA