βραδυˬαστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραδυˬαστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βραδυˬαστὴς ὁ Ἰων. (Κρήν.) Θηλ. βραδυˬάστρα Μύκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βραδυˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ πέμπων τὴν ἑσπέραν (δηλ. ὁ Θεὸς) Ἰων. (Κρήν.) : ᾎσμ. Ὅντα βραδυˬάσ’ ὁ βραδυαστὴς καὶ μπαίνῃ νὰ νυχτώνῃ, μαζώνουνταὶνε νὰ μὲ φάν τὰ δάκρυα κ’ οἱ πόνοι. 2) Θηλ., πτηνὸν μὲ χρυσίζον πτέρωμα, ὅμοιον πρὸς μελισσουργόν, τὴν ἡμέραν κοιμώμενον καὶ τὴν νύκτα ἱπτάμενον Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/