βραδυσινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυσινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βραδυσινὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Μαζαίικ)-ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 29 βραϋσινὸς Ρόδ. βραδυσ’νὸς Πόντ. βραδεσινὸς Πελοπν. (Κορών. Λάστ. Οἰν.) Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράδυ ἀναλογικῶς πρὸς τὸ περυσινός, χτεσινός, ψεσινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ τῆς ἑσπέρας ἔνθ’ ἀν. : Βραδυσινὸ ἀστέρι ΣΠερερεσιάδ. ἔνθ’ ἀν. || Γνωμ. Ὁ μεσημεριˬανὸς ὕπνος εἶναι προζύμι τοῦ βραδεσινοῦ Λάστ. 2) Ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὴν χθεσινὴν ἐσπέραν Πελοπν. (Κορών. Λάστ. Μαζαίικ. Οἰν.) Ρόδ : Βραδυσινὸ γάλα Μαζαίικ. Βραϋσινὸν φαεῖ Ρόδ. Ἀνακατεύουν τὸ βραδυσινὸ γάλα μὲ τὸ πρωινὸ καὶ τὰ πήζουνε μαζὶ Κορών.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA