βραδυˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραδυˬώνω Εὔβ. (Πλατανιστ.) Ζάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Λευκ. Πελοπν. (Μάν.) βραϋδώνω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράδυ.
Σημασιολογία
Βραδυˬάζω 3, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Ἀρχίνησε νὰ βραδυˬώνῃ Ζάκ. Τὸ χειμῶνα βραδυˬώνει νωρὶς αὐτόθ. Ὅτι ποῦ βράδυˬωνε Μάν. ᾎσμ. Ἔδωσ᾿ ὁ Θεὸς κ᾽ ἐβράυδωσε καὶ χώιρα μᾶς ἐστρούσασι αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA