ἀναπετάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπετάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπετάρω ἀμάρτ. ἀνεπετάρω Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπεταρίζω, εἰς ὃ ὑπεισῆλθεν ἡ κατάλ. -άρω ἀντὶ τῆς -ίζω.
Σημασιολογία
Συσπῶμαι, ἅλλομαι, ἐπὶ ὀφθαλμοῦ : ᾿Ανεπετάρει τὸ μάτι μου. Συνών. ἀναπεταρίζω 2, ἀναπετῶ 6, παίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA