βράκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βράκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βράκα (ΙΙ) ἡ, κοιν. καὶ Τσακων.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βρακί.
Σημασιολογία
Μέγα βρακὶ κοιν. καὶ Τσακων. : Μωρὲ, τί βράκα εἶναι τούτη ποῦ φορεῖς! Ἐχάθηκες μέσα 'ς αὐτὴ τὴ βράκα κοιν. Τὸν εἶδες ἐκεῖνον μὲ τὴ βράκα; Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ‖ Φρ. Ἄνιμους 'ς τὴ βράκα σ’ (ἐπὶ ἀποδοκιμασίας) Λέσβ. Συνών. βράκαρος, βράκος, βρακούδα (ΙΙ), βράκουλ-λας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA