ἀριστοκρατικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀριστοκρατικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀριστοκρατικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀριστοκρατία. Εἰς τὸν σχηματισμὸν τοῦ ἐπιθ. συνέβαλε καὶ τὸ Γαλλ. aristocratique. Πβ. Καὶ τὸ ἀρχ. ἀριστοκρατικός.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν, τὴν ἀνωτέραν κοινωνικὴν τάξιν: Κόσμος ἀριστοκρατικός. Οἰκογένεια ἀριστοκρατική. Συνοικία ἀριστοκρατική. Σπίτι ἀριστοκρατικό. Τρόποι ἀριστοκρατικοὶ (τρόποι εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/