βρακανίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρακανίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρακανίδα ἡ, Εὔβ. (Αἰδηψ. Στρόπον.) Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ. Λάρ. κ. ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ. ἀ.) Λευκ. Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,216 καὶ 311 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 477 Δημητρ. βρεκανίδα Ἤπ.(Χιμάρ.) βρακαλίδα Ἄνδρ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.) -Λεξ. Βλαστ. 477 φρακαλίδα Κύθν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράκανο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα κατὰ τὸ σιναπίδα, λαχανίδα κττ.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ράπιστρον τὸ Ἀνατολικὸν (rapistrum Orientale) τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae) ἔνθ’ ἀν. : Παροιμ. Τὸ καμάρι πὄχ’ ἡ γρούβα | δὲν τὸ σέρν’ ἡ βρακανίδα (ἐπὶ ὑπεροχῆς) Λευκ. || ᾎσμ. Σὰν τέτο͜ια παλα͜ιολάχανα, σὰν τέτο͜ιες βρακανίδες, ἔχω κ᾿ ἐγὼ ᾿ς τὸν κῆπο μου σαρανταπέντε ρίζες (λέγεται πρὸς ἐκδήλωσιν περιφρονήσεως πρός τινα) Ἤπ. Ἡ γῆ μας ἡ ταλαίπωρη καὶ τὰ κοιλόρφανά της θὰ μάθουν νὰ χορταίνουμε λαθύριˬα, βρακανίδες ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν 216. Συνών. βράκανο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA