ἀνάπημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάπημα τό, Ἄνδρ Καρπ Κρήτ Χίος κ. ἀ. ἀνάπημ-μα Χίος (Αὐγών.) ἀνάπ’μα Λέσβ (Πλομάρ.) Τῆν

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπήζω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ζυμώνῃ τις Κρήτ. : Νά ’θελα κατές πῶς βαρε͜ιοῦμαι κάθε βδομάδα τ’ ἀνάπημα! (νὰ ἤθελα κατέχεις, νὰ ἐγνώριζες πῶς κττ.)-Δὲ μ᾿ ἄφηκε τ’ἀνάπημα νὰ ἔρθω. Συνών. ζύμωμα. 2) Ποσότης ζυμωμένης ζύμης, ἡ ὁποία φυλάσσεται ὡς προζύμη διὰ τὸ ἑπόμενον ζύμωμα ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀναδεμὴ 2 β, ἀνάπιˬασμα 1β, μαγιˬά, προζύμι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/