ἀναπιˬάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπιˬάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπιˬάνω σύνηθ. ἀναπιˬάνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνεπιˬάνω Ἄνδρ Θήρ. Καρπ (᾿Ελυμπ. κ. ἀ.) Α.Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀνιπιˬάνου Μακεδ. (Χαλκιδ) ’νεπιˬάνω Α.Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. πιˬάνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Πιάνω, κρατῶ τι Ἤπ. Λευκ.-Λεξ.Πρω: Ἀνάπιˬασε μου λιγάκι τὸ παιδί, γιˬατὶ μὲ κούρασε Λεξ. Πρω. Ἀνάπιˬασέ μου νὰ φορτωθῶ (εἰς τὸ ἀνάπιασε ἐνν. τὸ πρᾶγμα ποῦ πρόκειται νὰ φορτωθῇ ὁ λέγων) Λευκ. ǁ Φρ. ᾿Αναπιˬάνω ᾿ς τὸ στόμα (ὀνειδίζω, ψέγω) ᾿΄Ηπ:. ᾿Αναπιˬάνω ᾿ς τὴ γλῶσσα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λεξ. Πρω. 2) Ἀναζυμώνω τὸ προζύμι πρὸς αὔξησιν τῆς ποσότητος διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου καὶ ὕδατος προπαρασκευάζων οὕτω αὐτὸ διὰ τὸ προσεχὲς ζύμωμα σύνηθ.: ᾿Αναπιˬάνω τὸ προζύμι σύνηθ. Βάλι θιρμό ν᾽ ἀναπιˬάσου (ἐνν. τὸ προζύμι) Σκόπ. Θ’ ἀναπιˬάκου τοὺ προυζύμ’ Ἤπ:.(Ζαγόρ.) Προζύμι ἀναπιˬασμένο πολλαχ. ǁ Φρ. Ἀναπιˬάνουν προζύμι (ἀρχίζουν διαπραγματεύσεις διὰ συνοικέσιον. Ἡ φρ. ἐκ τοῦ ἐθίμου νὰ προπαρασκευάσουν ὡς ἀνωτέρω τὸ προζύμι διὰ τὴν ζύμωσιν τῶν ἄρτων τοῦ γάμου) Πελοπν. (Φεν.) Ἀναπιˬάνουν τά προζύμιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν.(Βασαρ) ᾿Ανάπιˬακαν τὰ προζύμιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ᾿΄Ηπ. (Χουλιαρ.) ’Αναπιˬάσαν τὰ προζύμιˬα (ἤρχισαν νὰ ἐρίζουν) Πελοπν. (Βυτίν.) ᾿Αναπιˬάστηκαν τὰ προζύμιˬα (ἐδόθη ἀφορμὴ πρὸς διαπληκτισμὸν) Φεν. ǁ ᾊσμ. Δὲ θὲλ’ ἀποὺ τὰ σά σου προζύμι ν᾽ ἀνεπιˬάσω, γιˬατὶ βρομεῖ, γιˬατὶ ξιδιˬᾷ, τὸ ζυμωτό θὰ χάσω (ξιδιᾷ=ξινίζει) Α.Κρήτ. Μὶ δάκρ’ ἀναπιˬάνει τὴ μαγιˬά, μί δάκρα τὴ ζυμώνει Μακεδ. (Πάγγ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπήζω 1. 3) Ζυμώνω ἐκ δευτέρου τὸν ὠμὸν ἄρτον διὰ νὰ μὴ ξινίσῃ Μακεδ. (Σιάτ.) 4) Πλάττω, ἐπὶ ἄρτου πλαττομένου ἐκ τοῦ ἑτοίμου φυράματος Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Ἀναπιˬάνω τὸ ψωμὶ Λεξ. Δημητρ. Συνών. πλάθω. 5) Ἀρχίζω τι Πελοπν. (Μαζαίικ.) κ. ἀ.-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω.: ᾿Ανάπιˬασὲ μου μιὰ ταντέλλα Λεξ. Πρω. Πόλεμος ἀναπιˬάστηκε Μαζαίικ. Ἀναπιˬασμένο ἐργόχειρο (τὸ ὁποῖον ἤρχισε τις διὰ νὰ συνεχίσῃ ἄλλος) Λεξ. Δημητρ. 6) Ράπτω, ἐπιδιορθώνω τι φθαρὲν Θήρ. Συνών. ἀναμπαλώνω, ἀναρράφτω, ἀποπιˬάνω, μπαλώνω. 7) Ἀναζωπυρῶ, ἐνισχύω ἐπὶ πυρὸς Θήρ. Πελοπν. (Δημητσάν.) : ᾿Αναπιˬάνω τὴ φωθιˬὰ Θήρ. Φέρε ἕνα κάρβουνο ν᾽ ἀναπιˬάσωμε τὴ φωτιˬὰ Δημητσάν. Συνών. ἀναγκάζω Α 6, ἀναδεύω Α 1 δ, ἀναθάλλω Β, ἀνακαρώνω (ΙΙ) Β 1 β, ἀνακατεύω Α 1 β, ἀνακατώνω Α 1 β, συνταυλίζω. 8) Ἔχω διὰ στόματος, ὑπομιμνήσκω Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ.: Μοῦ ’πανε ἕνα μικρὸ καλὸ καὶ τὸ ἀναπιˬάνει ὁλοένα Λεξ. Δημητρ.: Μὄδουκες μιˬὰ φουρὰ μιˬὰ λίρα κί κάθι μέρα τ᾽ν ἀναπιˬά’ς Ἤπ. ᾿Αναπιˬάνου τὰ καλά μ’ (τὰς εὐεργεσίας μου) αὐτόθ. ǁ Γνωμ. Τὸ πολὺ ἀναπιˬασμένο καλὸ δὲν πιˬάνεται Λεξ. Δημητρ. Συνων. ἀναγγέλλω 1, ἀναγορεύω 2, ἀναγορίζω, ἀναθιβολεύω 2, ἀποχτυπῶ. Πβ. ἀναγογγύζω 1. 9) ᾿Ονειδίζω τινά, κατακρίνω Ἤπ. κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Τί μ’ ἀναπιˬά’ς; Ἤπ. Τὸ καλὸ ποῦ σοῦ θέλω, μὴν ἀναπιˬάνῃς ἄλλη φορὰ τὰ κορίτσιˬα μου Λεξ. Δημητρ. Ἀπ᾿ ὃλο τὸν κόσμο ἀναπιˬασμένος αὐτόθ. Συνων. ἀναγγέλλω 1 β, γλωσ σοδέρνω, γλωσσοτρώγω, κακογλωσσεύω, κακογλωσσῶ, κακολογῶ, καταλαλῶ, κατασέρνω, ξεσέρνω. 10) ᾿Ανακρίνων τινὰ μὲ πλάγιον τρόπον προσπαθῶ νὰ μάθω τὰ μυστικά του Κάρπ. Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.): Ἐπῆγα ἐγὼ κ᾿ ἐνὲπιˬασά τονε, μὰ δὲ μοῦ τό ’πε τὸ μυστικὸ Κρήτ. Ἀνέπιˬασέ τονε, bά’ σοῦ μολοήσῃ τὴν ἀλήθε͜ια αὐτόθ. Ἅμα τὸνε ᾿νεπιˬάσῃς, bά σοῦ πῇ ἀνε dὸ πῆρε Σητ. Τίαν ἦρτες καὶ μ᾿ ἀνεπιˬάνεις; Κάρπ. ǁ Παροιμ. Ἀνέπιˬασε τὸν παλ-λαρὸν νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθε͜ιαν (παλ-λαρὸς=παλαβός, μωρός, ἀνόητος) Κάρπ. 11) Ἐνεργ καὶ μέσ. προάγομαι οἰκονομικῶς Ἄνδρ. Κρήτ. Νάξ. (᾿Απὐρανθ.) Σῦρ. (Ἐρμούπ.) κ. ἀ.: Ἀπὸ μιˬὰ ἀελα͜ιά ποῦ ᾽χε ἐνέπιˬασε κ᾽ ἤκαμε ὁλόκληρο ζευγάρι Α.Κρήτ. Φτωχὸς ἤτανε, μἀ μὲ τὴ bροκοπή του σιγὰ σιγὰ ἐνὲπιˬασε κ᾽ ἐγίνηκε πλούσιος Δκρήτ. Ἔχω δυˬὸ χρόνιˬα ποῦ ἀνάπιˬασα καὶ ἔκαμα δέκα πρόβατα αὐτόθ. Ἔχασε πολλά, μὰ ὕστερα ἀνάπιˬασε πάλι Ἄνδρ. Ἀναπιˬάστηκεν ὁ δεῖνα Ἑρμούμ. ᾿Ενεπιˬάστηκε κοdά μας καὶ τώρᾳ δὲ μᾶσε γνωρίζει Ἀπύρανθ. Συνών. ἀναλαβαίνω 3, ἀναπλῳρίζω Β 1, πιˬάνομαι (ἰδ. πιάνω). 12) Μέσ. ἀναλαμβάνω, ἐνισχύομαι σωματικῶς Ἄνδρ Θήρ. : ’Ανεπιˬάνετ’ ἡ καρδιˬά μου σὰν φάω Θήρ. Ἀνεπιˬάστηκε λιάτσι ἡ δεῖνα Ἄνδρ Συνών. ἀναδίνω Β 1γ, ἀναζουμώνω, ἀναζῶ Α 1, ἀναθάλλω Α2, ἀνακαρώνω (Ι) Ι, ἀναπλῳρίζω Β2, *ἀναπουπουλίζω, δυναμώνω, καρδαμώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA