βρακᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρακᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρακᾶτος ἐπίθ. σύνηθ. βρακᾶτους βόρ. ἰδιώμ. βαακᾶτους Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράκα (Ι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ φορῶν βράκαν σύνηθ. Συνών. βρακοφορεμένος, βρακωτὸς 1, κοφᾶτος. 2) Ἐπὶ πτηνῶν, ὁ ἔχων δασὺ πτίλωμα περὶ τοὺς πόδας σύνηθ. : Κόκορας βρακᾶτος. Κόττα βρακάτη. Περιστέριˬα βρακᾶτα σύνηθ. Συνών. καλτσᾶτος. β) Ὁ ἔχων δασὺ τρίχωμα περὶ τοὺς πόδας Πελοπν. (Λακων.) Σκῦρ κ. ἀ. 3) Ὁ ἔχων τὸ τρίχωμα τῶν σκελῶν λευκὸν ἢ διαφόρου χρώματος τοῦ τριχώματος τοῦ ἄλλου σώματος πολλαχ. : Βρακάτη γίδα. Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βρακούλλης. 4) Ἐπὶ βοῶν, ὁ ἔχων μηροὺς παχεῖς καὶ ὄρχεις εὐτραφεῖς ἢ ὁ ἔχων πόδας βραχεῖς καὶ κοιλίαν βαρεῖαν καὶ πρὸς τὰ κάτω τείνουσαν Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA