ἄχασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄχασμα τό, Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀχάζω<ἄχ.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ φωνάζῃ τις ἄχ, ἄχ! Συνών. ἀχασμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA