ἀναπινάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπινάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναπινάρικος ἐπίθ. Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπίνω διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπορροφῶν καὶ ἀναδίδων τὸ ἐν ἑαυτῷ ὑγρόν: Μπόττης ἀναπινάρικος. 2) Ὁ ἀποβάλλων ἐκ τοῦ στόματος, ὁ ἀποπτύων τὴν τροφήν. ἐπὶ βρέφους: Οὔ, φωτιˬὰ νὰ σὲ κάψῃ, ἀναπινάρικο! (ταῦτα λέγει τροφὸς πρὸς βρέφος ἀποπτύον τὴν τροφήν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/