ἀνάπλαγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάπλαγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάπλαγο τό, Δ.Κρήτ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. ἀνάπλαο Κέρκ. ἀνέπλαγο Α.Κρήτ. ᾿νώπλαγου Στερελλ. (Δωρ. Εὐρυταν.) Πληθ. ἀνάπλαγα τά, ᾿Αδραμ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. ΔΚρήτ Κυδων. Κύθηρ. Λεσβ. Παρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Λακων.) κ. ἀ. ἀνέπλαγα ΑΚρήτ ἀνάπλα Λέσβ.(Μυτιλήν.) Πληθ. άνάπλαη Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. πλάγι. Τὸ ’νώπλαγου ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπιρρ. ἄνω. Τὸ ἀνάπλα ἐκ τοῦ ἀνάπλαα ἀποβληθέντος τοῦ γ μεταξὺ δύο φωνηέντων. Ὁ πληθ. ἀνάπλαη ἐκ τοῦ ἐνικ. *ἀνάπλαγος.
Σημασιολογία
1) Τὸ πλάγιον μέρος ἢ τὰ πλάγια μέρη ὄρους, αἱ κλιτύες ἔνθ’ ἀν.: ’Αβραὰμ περ’βόλι φύτευε ᾽ς τ’ Ἅι Γιˬαννιˬοῦ τ᾿ ἀνάπλαγο, φύτεψε τρία δεdρά, μουρνεˬά, δάφνη καὶ μηλεˬὰ (ἐξ ἐπῳδ.) Κρήτ. ǁ Φρ. Παίρνω-πιˬάνω τ᾿ άνάπλαγο ἤ τ᾽ ἀνάπλαγα (διευθύνομαι πρὸς τὴν πλαγιὰν τοῦ βουνοῦ) Κρήτ. Πήραμι τοὺ ᾽νώπλαγου ἀπάν’ Δωρ. Εὐρυταν. Πῆρε τ᾽ ἀνάπλα Μυτιλήν. Πῆραν τ᾿ ἀνάπλαγα (ἐσκορπίσθησαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ) Αἶν. ᾿Επῆρε τ᾿ άνάπλαγα (περιπλανᾶται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἢ περιπλανᾶται ἀσκόπως ἕνεκα ἀπελπισίας ἢ λύπης ἢ τρέλλας κττ. Συνων. φρ. πῆρε τὰ βουνὰ) Κρήτ. Κύθηρ. κ. ἀ. Ὁ παλ-λαρὸς ἔπιˬασε τ᾿ ἀνάπλαη (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. ǁ ᾊσμ. Κὶ πῆραν τὰ πιδάκιˬα μου τ’ άνάπλαγα κι᾿ φύγαν ’ς τὰ ξένα κὶ ᾿ς τὰ μακρινὰ κὶ οὐρφανὴ μ᾿ ἀφῆκαν Αἶν. Ἀνάθεμα ὁποὺ ἔστησε τὸ σπίτι μέσ᾿ τὸ διˬάβα, τὴν ἐκκλησιˬὰ ᾽ς τ᾿ ἀνάπλαο καὶ τὸ λουτρὸ ᾽ς τη bάdα Κέρκ. Συνών ἀνάκλαδο, πλαγιά. 2) Ὁ πληθ. ἀνάπλαγα ἐπιρρηματ., κατὰ τὰ πλάγια, πρὸς τὰ πλάγια μέρη βουνοῦ ᾿Αθῆν. Πελοπν. (Λάκων.)-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 38 καὶ 73 ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 15: Ἀνάπλαγα ᾿ς τὸ βουνὸ Λακων. Ἀνάπλαγα ᾿ς τὸ λόγγο τὸν πυκνὸ ἀρα͜ιόπεφτε τὸ χιˬόνι ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 38. Χώνεται ἀνάπλαγα μέσ᾽ ᾿ς τὸ λόγγο αὐτόθ. 73. Πολεμῶντας αὐτοὶ τραυοῦσαν κατὰ τὸ βουνό, ἀνάπλαγα, ὡσποῦ τοὺς ἀφῆκαν πίσω ΓΒλαχογιανν ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA